Τράγου

Τράγου
Τράγος
he-goat
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τράγου — τράγος he goat masc gen sg τράγω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) τράγω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) τρώγω gnaw aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράγειος — α, ο / τράγειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και τράγιος, (ί)α, ον ΝΜ, και τράγεος, έα, ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α [τράγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ …   Dictionary of Greek

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τραγοπτισάνη — ἡ, Α ξεφλουδισμένο κριθάρι βρασμένο με ζωμό από κρέας τράγου ή ρόφημα από ζωμό τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πτισάνη «είδος αφεψήματος»] …   Dictionary of Greek

  • PILOSI — Graece τριχιῶντες, occurrunt Esaiae, c. 13. v.22. etc. 34. v. 14. ex Aquilae versione, qui ita vocem Hebr. Gap desc: Hebrew exponit. Hieronymo sunt Styri vel Incubones: unde sumpta vox Satyrorum, in nuperis versionibus, atque eo libentius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… …   Dictionary of Greek

  • αιγομελής — αἰγομελής, ές (Α) αυτός που έχει μέλη τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + μελὴς < μέλος] …   Dictionary of Greek

  • αιγόκερως — ( ω) και μεταγενέστερα ( ωτος), ο (Α αἰγόκερως) (Α και ως επίθ. ως, ων) ως ουσ. αστερισμός τού ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως* αρχ. ως επίθ. αυτός που έχει κέρατα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας] …   Dictionary of Greek

  • βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”